- ὑποῤῥίνιον
- ὑποῤ-ῥίνιον, τό, die Gegend unter der Nase
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ὑπορρίνιον — ὑπορρί̱νιον , ὑπορρίνιον part below the nose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπορρίνιο — το / ὑπορρίνιον, ΝΜΑ [ὑπόρρινος] 1. ανθρωπολ. το κάτω από την μύτη μέρος τού προσώπου 2. συνεκδ. μουστάκι 3. φρ. «υπορρίνιο σημείο» ανθρωπολ. ονομασία ανθρωπομετρικού σημείου που βρίσκεται στη μέση γραμμή, εκεί όπου, στον ζωντανό άνθρωπο, το… … Dictionary of Greek